- ζηλοφθονία
- η сильная зависть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζηλοφθονία — η [ζηλόφθονος] ο φθόνος για τα αγαθά ή την προκοπή τού άλλου … Dictionary of Greek
ζηλοφθονία — η ο φθόνος, η στενοχώρια για την ξένη ευτυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθόνος — ο, ΝΜΑ, και φτόνος Ν το αρνητικό αίσθημα τής λύπης που νιώθει κανείς για την υπεροχή, τη χαρά ή την ευτυχία τού άλλου, ζηλοφθονία αρχ. 1. άρνηση που οφείλεται στο παραπάνω αίσθημα ή σε δυσμένεια 2. αιτία μομφής και δυσφημίας («ἀποκτείνειν φθόνος… … Dictionary of Greek
άφθονος — (aphthonus). Γένος εντόμων της οικογένειας των αλτιστιδών. Ανήκει στην τάξη των κολεοπτέρων. Βρίσκεται σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας και συχνά και στην Ευρώπη. Είναι μικρά σε μέγεθος· μόλις που φτάνουν τα 5 6 χιλιοστά. * * * η, ο (AM ἄφθονος … Dictionary of Greek
ζηλόφθονος — και ζηλόφτονος, η, ο ζηλιάρης, φθονερός, ζηλότυπος. επίρρ... ζηλοφθόνως και ζηλόφθονα με ζηλοφθονία, φθονερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + φθόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] … Dictionary of Greek
ξεσυνέριο — το 1. διεκδίκηση πρωτείων, άμιλλα από φιλοπρωτία, συναγωνισμός, αμοιβαία αμφισβήτηση 2. ζηλοφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεσυνερίζομαι] … Dictionary of Greek
φθόνος — φθόνος, ο και φτόνος, ο το να αισθάνεται κανείς λύπη για την ευτυχία του άλλου, ζηλοφθονία, ζηλοτυπία, ζήλια, κακεντρέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)